Σεπτέμβριος του 1900. Σε ένα οικόπεδο του Νέου Φαλήρου τοποθετείται μια πινακίδα που ανακοινώνει τις εργασίες ανέγερσης. Ενα ξενοδοχείο ήταν έτοιμο να ανεγερθεί. Την 1η Ιουνίου του 1903 το «Μέγα ξενοδοχείον Ακταίον» εγκαινιάζεται.
Σε μια μεγάλη έκταση και με κόστος 2.500.000 δραχμών (ποσό υπέρογκο για την εποχή) το νέο τετραώροφο ξενοδοχείο του Φαλήρου θα αποτελέσει σημείο αναφοράς της ελίτ κοινωνίας της εποχής. Η κατασκευή του ξενοδοχείου της Αττικής ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Πάνο Καραθανασόπουλο ο οποίος υπήρξε μαθητής του Ερνέστου Τσίλερ και το αποτέλεσμα ήταν ένα πραγματικό αρχιτεκτονικό θαύμα. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε όλη την διάρκεια της κατασκευής του επισκεπτόταν το εργοτάξιο ο ίδιος ο βασιλιάς και άλλα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας.
Η «χρυσή εποχή» στο ξενοδοχείο
Το εμβληματικό κατάλυμα δεν άργησε να αποτελέσει τον πυρήνα της κοσμικής ζωής. Προσωπικότητες Ελλήνων και ξένων σύχναζαν εκεί ενώ αποτελούσε και στέκι των πολιτικών σαλονιών. Σε μια συνηθισμένη βόλτα θα συναντούσες από το βασιλιά και υπουργούς μέχρι επιχειρηματίες και ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Ιδιαίτερη φήμη είχαν αποκτήσει οι επίσημοι χοροί που διοργανώνονταν εκεί χειμώνα και καλοκαίρι. Είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της δόξας του.
Τι μπορείς να πάρεις από ένα ξενοδοχείο χωρίς να βρεις μπελά
Η σταδιακή κατεδάφιση
Πέρασαν χρόνια που τμηματικά κατεδαφιζόταν και κανείς δεν αντέδρασε. Αρχικά είχαν αφαιρεθεί οι τεράστιοι θόλοι της οροφής, με την αιτιολογία ότι το κτήριο θα κατέρρεε λόγω κακής θεμελίωσης. Υπήρχε κίνδυνος λόγω του βάρους όπως έλεγαν, χωρίς καμία απόδειξη, βάσει των πληροφοριών εκείνης της περιόδου.
Οταν απέμεινε στο τέλος μόνο το ισόγειο τμήμα του κατεδαφίστηκε ολοσχερώς επί δημαρχίας Στέλιου Λογοθέτη (1991-1998). Στη θέση του ανεγέρθηκε ιδιωτικό θεραπευτήριο που υπάρχει ως σήμερα.
Το θρυλικό ξενοδοχείο των προσωπικοτήτων έγινε σκόνη οριστικά παίρνοντας μαζί του ακόμη μια ανάμνηση της παλιάς Αθήνας...
Πηγή φωτογραφιών: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο elia.org.gr
Πέντε κλασικά κτήρια στη Αθήνα που δεν υπάρχουν πια