Πριν ξετυλίξουμε την λαμπρή ιστορία του Ρόδον, να σημειώσουμε κι εμείς με τη σειρά μας πως μία από τις συζητήσεις που πάντα γίνονται και αφορούν τη ζωή και το πώς αυτή αλλάζει σε όλα τα επίπεδα, όλους τους τομείς της, είναι αυτή για το ποια εποχή ήταν καλύτερη. Και είναι μια συζήτηση που μπορεί να διαρκέσει πολλές ώρες χωρίς να καταλήξει κάπου, κυρίως για δύο λόγους: Πρώτον, ο καθένας θεωρεί ως καλύτερη, πιο ρομαντική, πιο αγνή ή αυθεντική τη δική του εποχή. Δεύτερον, μάλλον δεν έχει και πολύ βάση το να προσπαθείς να συγκρίνεις διαφορετικά χρόνια. Εκτός κι αν ο τομέας στον οποίο έχεις εστιάσει στη συζήτηση, είναι η μουσική και το πώς είχαν οι Έλληνες και ακόμη πιο συγκεκριμένα οι Αθηναίοι τη δυνατότητα να τη ζουν καλοκαίρι-χειμώνα σε φουλ συναυλιακό ρυθμό. Γιατί τότε, όλοι θα συμφωνήσουν ότι η καλύτερη εποχή ήταν αυτή στην οποία εμφανίστηκε και μεγαλούργησε το «Ρόδον».
Οδός Ακαδημίας 58: Τι κρύβεται πίσω από την βαριά πόρτα του ιστορικού κτιρίου;
Η λαμπρή και ξεχωριστή μουσική ιστορία του Ρόδον
Μπύρα στο χέρι, τσιγάρο, συνωστισμός στο μεγάλο πεζοδρόμιο στη Μάρνη, αριθμό 24, και αναμονή ακόμη και για ώρες μέχρι να αρχίσει η συναυλία. Μια εικόνα που μπορούσε να δει κανείς σταθερά από 19 χρόνια, από τις 6 Νοεμβρίου 1987 μέχρι και τις 29 Μαΐου 2005, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου. Και για οποιοδήποτε συγκρότημα, για οποιοδήποτε στυλ μουσικής. Ροκ, χέβι μέταλ, τζαζ, πιο πιο καταστάσεις, όλα έπαιζαν, όλα ενθουσίαζαν, όλα είχαν θέση στο «Ρόδον» και όλα μαζί ανέβαζαν το «Ρόδον» σε όλο και πιο ψηλή θέση σε ό,τι αφορά τους καλύτερους συναυλιακούς χώρους της Ευρώπης.
Ένας χώρος που αποτέλεσε έμπνευση του Φώτη Μπόμπολα, γιου του Γιώργου, ο οποίος μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό όπου σπούδαζε, θέλησε να ζήσει και στην Ελλάδα εικόνες που είχε δει εκεί. Και αφού το ήθελε, συζήτησε με τα κατάλληλα άτομα και τελικά το αποτέλεσμα ήταν στις 6 Νοεμβρίου 1987 η Αθήνα να αποκτήσει έναν χώρο που θα άλλαζε τα πάντα σε ό,τι αφορά την ευκολία διοργάνωσης συναυλιών και θα έδειχνε τον δρόμο για όσους θα ακολουθούσαν. Οι οποίοι, προφανώς, είναι καλοί. Όχι οι πρώτοι όμως και στην προκειμένη περίπτωση αυτό κάνει τη διαφορά, ανεξάρτητα από την εποχή που έχει ζήσει κανείς. Απλά όποιοι έζησαν το «Ρόδον» δεν μπορούν και μάλλον ποτέ δεν θα μπορέσουν να το αντικαταστήσουν στην καρδιά τους με κάποιο άλλο. Και κάπως έτσι άρχισε να γράφεται η ιστορία του Ρόδον.
Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει αυτό; Πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν οι αναμνήσεις; Οι εικόνες των μαύρων τοίχων που έμοιαζαν πιο όμορφα χρωματισμένοι από ποτέ; Η εικόνα του εξώστη, μικρότερου από ό,τι ο κάτω χώρος, στον οποίο μπορούσαν να αράξουν οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία, την ώρα που κάτω οι νεότεροι χτυπιόντουσαν στον ρυθμό της κιθάρας ή των ντραμς; Η αδρεναλίνη που προκαλούσε η άνοδος στη σκηνή για να ακολουθήσει η βουτιά στον κόσμο που παραληρούσε; Ακόμη και ο πόνος, όταν δεν μπορούσαν να σε συγκρατήσουν για όποιονδήποτε λόγο, δεν πονάει καθόλου όταν το σκέφτεσαι χρόνια μετά. Ενδεχομένως να πονούσε ο Lemmy αν έκανε πράξη την απειλή του, όταν είχε συμφωνήσει με τους διοργανωτές για μια εμφάνιση των Motorhead.
«Αν ανέβει κάποιος στη σκηνή, πρώτα θα τον αποκεφαλίσουμε και μετά θα σταματήσουμε τη συναυλία», λέει ο θρύλος ότι είχε πει. Και θα το έκανε, αν χρειαζόταν, γιατί Lemmy ήταν αυτός. Και θα αποθεωνόταν αν το έκανε, γιατί Lemmy ήταν αυτός και μάλιστα στο «Ρόδον». Τι πιο ένδοξος αποκεφαλισμός από αυτόν;
Eric Burdon: Το καλύτερο συναυλιακό κλαμπ του κόσμου
Οι Motorhead, φυσικά, δεν ήταν το μόνο μεγάλο όνομα. Γενικά, χωρίς αυτό να αποτελεί υπερβολή, όλα τα μεγάλα ονόματα που έπαιζαν σε τέτοιους χώρους, χωρητικότητας 1.600-1.700 -μονίμως τρελαμένων- ατόμων, πέρασαν από εκεί. Screamin’ Jay Hawkins, Pixies, Dizzy Gillespie, Ramones, Nightstalker, Chris Isaak, Stereo Nova, James Taylor, Iggy Pop, Τρύπες, Kreator, Motorhead, Primal Scream, Franz Ferdinard, Faithless, Αctive Member, Moby, Nick Cave, Sepultura, Annihilator, Kreator, Αccept, Iced Earth, Wayne Hussey (Mission), Paradise Lost, Dave Vanian (Damned), Pierce (Gun Club), Residents, Accept, Sepultura, Blind Guardian, Eric Burdon είναι μόνο κάποιοι από αυτούς.
Με τον τελευταίο, μάλιστα, να αποδίδει τιμή στην αυτοβιογραφία του, γράφοντας ότι πρόκειται για το καλύτερο συναυλιακό κλαμπ του κόσμου. Ένα συναυλιακό κλαμπ το οποίο, φυσικά, βοήθησε πάρα πολύ την ελληνική μουσική σκηνή. Μπορούν και πρέπει να αναφερθούν οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά, τα Διάφανα Κρίνα, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Τζίμης Πανούσης, ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Θα είναι λάθος, όμως, να μην αναφερθεί ότι στο «Ρόδον» έπαιξαν και πολλές, πάρα πολλές, ελληνικές μπάντες που ήταν άγνωστες στο ευρύ κοινό. Και μέσω αυτού έγιναν πιο γνωστές, κέρδισαν.
Και από το «Ρόδον» στα μπαρ της περιοχής
Όπως κέρδιζε γενικά η περιοχή, οι γύρω περιοχές, όλοι όσοι ήταν εκεί. Σχεδόν πάντα, άλλωστε, η συνέχεια μετά τη συναυλία δινόταν στα μπαρ των Εξαρχείων, στα μπαρ του ιστορικού κέντρου, σε χώρους τέλος πάντων που αποτελούσαν την ιδανική συνέχεια μετά τη μουσική που είχες ακούσει. Μια... μυσταγωγία συνεχής, αδιάκοπη, από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο και από τον χειμώνα στην άνοιξη. Το «Ρόδον», στο κάτω-κάτω, ήταν αυτό που έβαλε τέλος σε ένα μεγάλο πρόβλημα της εποχής, λύνοντας τα χέρια σε ό,τι αφορά τις χειμερινές συναυλίες.
Τώρα, στην 3η δεκαετία του 21ου αιώνα, αυτό θεωρείται αυτονόητο στην Αθήνα. Τότε δεν ήταν. Και γι' αυτό το «Ρόδον» θα σηματοδοτεί πάντα μια εποχή πιο ρομαντική. Μια εποχή στην οποία δεν υπήρχαν τα κινητά, τα smart-phones, οι selfies... Υπήρχε μόνο το πάθος του οπαδού, η τρέλα του καλλιτέχνη, η αύρα που έβγαζε ο χώρος και το... κοπάνημα. Ασταμάτητα. Από τον Νοέμβριο του 1987 μέχρι και τον Μάιο του 2005. Σχεδόν δύο δεκαετίες, 18 χρόνια για την ακρίβεια, μέσα στα οποία η μουσική Αθήνα έζησε κάτι που, πραγματικά, δεν είχε ξαναζήσει. Και γι' αυτό και το αναπολεί, πάντα θα το αναπολεί, πάντα θα το ξεχωρίζει όταν αφήνεται στις αναμνήσεις της.
Πάντα θα γυρίζει ο χρόνος πίσω για όποιον περνούσε από τη Μάρνη μετά τον Μάιο του 2005 και έβλεπε το «Ρόδον» να έχει μετατραπεί σε σούπερ μάρκετ. Ένα σούπερ μάρκετ που κάποτε «πουλούσε» τις καλύτερες μουσικές βραδιές, τις καλύτερες συναυλίες, τις καλύτερες συνθήκες για να το ζήσεις έντονα. Και αυτό δεν το λέμε εμείς. Το είπε, ή μάλλον το έγραψε, και ο Eric Burdon...
Αυτή ήταν η λαμπρή και ξεχωριστή μουσική ιστορία του Ρόδον που αγαπήσαμε!
Ταξίδια στην Ελλάδα
Η ιστορία του Μινιόν: Από τη δόξα στην καταστροφή – Πώς είναι σήμερα
Φράσεις του Ωνάση που έγραψαν ιστορία
Τι σημαίνουν οι επιγραφές στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
Ακολουθήστε το exploringgreece.tv σε ι Facebook και Instagram