Ο θυμόσοφος ελληνικός λαός λέει ότι «σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει» και αν αυτό είναι το όνομά σου, το οποίο είναι από τα πιο συνηθισμένα στη χώρα μας, μια υπερηφάνεια τη νιώθεις. Ο θυμόσοφος ελληνικός λαός, όμως, λέει και ότι «σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση» και τότε ψάχνεις να βρεις ποιος ή ποιοι ήταν αυτοί οι συνονόματοι που έδωσαν την αφορμή για αυτή την υποτιμητική φράση. Και καθώς το ψάχνεις, η αναζήτηση θα σε οδηγήσει τελικά στους κεφαλονίτικους μύθους...
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ» – Πώς βγήκε η φράση 〉
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση: Πώς βγήκε η φράση
Σύμφωνα, λοιπόν, με έναν εξ αυτών, σε ένα χωριό κάποτε ζούσαν 45 οικογένειες και οι άντρες ονομάζονταν όλοι «Γιάννης». Δεν τους ένωνε, όμως, μόνο αυτό. Τους ένωνε και το γεγονός ότι, καλώς ή κακώς, συμφωνούσαν πάντα σε όλα, ενεργούσαν όλοι μαζί σαν ένας και γενικά έδιναν την εντύπωση ότι ήταν 45 αδέρφια. Όλα καλά μέχρι εδώ. Το πρόβλημα άρχισε μια χειμωνιάτικη νύχτα που ξέσπασε μια καταιγίδα που είχε ως αποτέλεσμα να ξεχειλίσει ένα ποτάμι κοντά στο χωριό.
Το πρωί αυτό που αντίκρισαν οι 45 Γιάννηδες δεν ήταν καθόλου καλό, οπότε συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού προκειμένου να αποφασίσουν πώς θα... εκδικηθούν το ποτάμι. Το θέμα δεν είναι μόνο ότι έκαναν τέτοια συζήτηση, αλλά ότι υπήρχαν και διαφορετικές απόψεις σε αυτή. Δεν συμφωνούσαν, δηλαδή, στο ποια ήταν η τέλεια εκδίκηση για το ποτάμι. Μέχρι που άκουσαν τη φωνή που έκρινε τη μοίρα τους. Αυτή ενός κόκορα...
«Θα πάμε όλοι μαζί και θα πλακώσουμε στο ξύλο το ποτάμι μέχρι να καταλάβει ότι πρέπει να φύγει από εδώ και να μην ξαναπεράσει», είπε ο κόκορας και οι 45 Γιάννηδες το βρήκαν εξαιρετική ιδέα. Ξεκίνησαν, επομένως, όλοι μαζί για το ποτάμι και όταν έφτασαν εκεί, σαν... στρατηγός ο κόκορας ανέπτυξε το σχέδιό του: «Πηδήξτε μέσα στο ποτάμι και αρχίστε να το δέρνετε με τα ρόπαλα μέχρι να καταλάβει ότι πρέπει να φύγει». Αποφασισμένοι όσο ποτέ για την εκδίκησή τους, οι νοικοκυραίοι όρμηξαν στο ποτάμι και άρχισαν να το δέρνουν με κόπανους για να το αναγκάσουν να φύγει.
Αποτέλεσμα; Ένας-ένας άρχισαν να πνίγονται, μέχρι που δεν έμεινε κανείς εν ζωή. Παρέμειναν όμως «ζωντανοί» μέσα από τη φράση με την οποία οι Κεφαλονίτες θέλουν να δείξουν κάποιον που την πατάει: «Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση»...
Δε χαρίζω κάστανα: Πώς βγήκε η φράση 〉
Κεφαλονιά: Από το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι στο «Μαύρο Βουνό»
Και μιας και ο λόγος για την Κεφαλονιά, γιατί να μην κάνουμε και μια... βόλτα εκεί; Στο νησί που θα θυμίζει πάντα την ταινία το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι, η οποία βοήθησε ώστε να αυξηθούν οι τουρίστες τα επόμενα χρόνια. Τουρίστες που ήθελαν να δουν την παραλία Χοργοτά, την οποία κάποιοι αποκαλούν και «παραλία της Πελαγίας» λόγω της πρώτης σκηνής της ταινίας, με την Πενέλοπε Κρουζ και φόντο την παραλία. Η οποία, σημαντικό αυτό για όποιον θέλει να την επισκεφθεί, δεν είναι οργανωμένη, άρα θα πρέπει να έχεις προετοιμαστεί καταλλήλως.
Υπάρχει και ένα άλλο σημείο, όμως, της Κεφαλονιάς που αξίζει να επισκεφθεί κανείς. Και δεν έχει διαφημιστεί τόσο όσο η παραλία. Ο λόγος για το Monte Nero, όπως το αποκαλούν οι Ιταλοί, το Μαύρο Βουνό. Πρόκειται για τον Αίνο, το πιο ψηλό βουνό της Κεφαλονιάς με 1.628 μέτρα, το οποίο εντάχθηκε από το 1962 στους Εθνικούς Δρυμούς, με έκταση που φτάνει στα 30.000 στρέμματα. Έκταση, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας καλύπτεται από την Κεφαλληνιακή Ελάτη, είδος ελάτου που είναι κυριολεκτικά μοναδικό στον κόσμο.
Και από εκεί και πέρα, αξίζει μια βόλτα στον Βράχο της Κουνόπετρας, στην νότια ακτή του Ληξουρίου. Εκεί όπου ο βράχος, χωρίς να μπορεί να δοθεί κάποια εξήγηση αρχικά, πήγαινε μπρος-πίσω με την παλίρροια μέχρι που τελικά σταμάτησε το 1974 λόγω του καταστροφικού σεισμού που είχε προηγηθεί. Σεισμός που δεν επηρέασε σε τίποτα την παραλία Ξι, μία από τις 20 πιο παράξενες του κόσμου, με κατακκόκινη άμμο, βράχια από πηλό, καταγάλανα νερά και το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα χάρη στο ιδιαίτερο χρώμα της άμμου...
Ταξίδια στην Ελλάδα
«Μην είδατε τον Παναγή»: Πώς βγήκε η φράση
«Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα»: Πώς βγήκε η φράση
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος: Πώς βγήκε η φράση