Συννεφιασμένη Κυριακή. Υπάρχουν ορισμένοι τραγουδιστές που αποτελούν εγγύηση από μόνοι τους για την επιτυχία όποιου κομματιού τραγουδήσουν. Όπως υπάρχουν και κάποια τραγούδια, οι στίχοι των οποίων αποτελούν εγγύηση για επιτυχία όποιος κι αν αναλάβει να τους... απαγγείλει. Αν το κάνουμε πιο συγκεκριμένο και βάλουμε από τη μία πλευρά τον Βασίλη Τσιτσάνη και από την άλλη το «Συννεφιασμένη Κυριακή», τότε δεν μιλάμε απλά για επιτυχία αλλά για ένα αθάνατο κομμάτι, για ένα θρυλικό τραγούδι που ακουγόταν, ακούγεται και πάντα θα ακούγεται, πάντα θα μνημονεύεται σαν ένας ύμνος, η ιστορία του οποίου απλά του δίνει, αν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, έξτρα πόντους...
Ξέχνα ρε Μπίλι τη Φανή: Η ιστορία του αγαπημένου τραγουδιού 〉
Συννεφιασμένη Κυριακή: Η ιστορία του τραγουδιού
Ο Τσιτσάνης ανήκει σε αυτή την κάστα καλλιτεχνών που έχουν κερδίσει την ετικέτα του «αθάνατου». Γεννηθείς στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915, κατέβηκε στην Αθήνα το 1936 για να σπουδάσει νομική αλλά ευτυχώς για όλους τον κέρδισε η μουσική. Τον κέρδισε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι και είναι πάρα πολλά αυτά που είπε και έμειναν στην ιστορία. Ανάμεσά τους, δεν μπορεί παρά να ξεχωρίζει και η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ένα κομμάτι, η προέλευση του οποίου, η δημιουργία του, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης καθώς είχαν ακουστεί διάφορες εκδοχές. Η επικρατέστερη όμως, για να μην πούμε η πραγματική, είναι αυτή που έχει πει ο ίδιος.
Σε συνέντευξή του το 1972 στο περιοδικό «Επίκαιρα», ο μεγάλος Έλληνας δημιουργός είχε ξεκαθαρίσει ότι το τραγούδι το είχε γράψει ο ίδιος και μάλιστα ο πρώτος του τίτλος ήταν ελαφρώς διαφορετικός: «Ματωμένη Κυριακή». Πώς, όμως, εμπνεύστηκε τους στίχους του τραγουδιού που θα έμενε στην ιστορία ως ένα από τα πλέον θρυλικά του ελληνικού πενταγράμμου; Η απάντηση κρύβεται στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, τα οποία ο Τσιτσάνης έζησε... γεμάτα. Και ακόμη πιο συγκεκριμένα, η απάντηση κρύβεται σε μια βραδιά που οι Γερμανοί είχαν κάνει μπλόκο σε ένα κουτούκι στο οποίο ο ίδιος αναγκάστηκε να παίζει ασταμάτητα μέχρι το πρωί.
Τότε, όταν ήταν πια ελεύθεροι να επιστρέψουν όλοι στα σπίτια τους, ο Τσιτσάνης βγαίνοντας είδε ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας είχε χιονίσει και το είχε στρώσει. Και πάνω στο χιόνι, καθώς πλησίαζε στο σπίτι του, είδε μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα, είδε πηχτό κόκκινο αίμα και πιο δίπλα έναν νεαρό να κείτεται νεκρός. Από εκεί και πέρα, για ένα μουσικό μυαλό του επιπέδου του, η έμπνευση ήταν θέμα... λεπτών. Μια εκδοχή, την οποία ο Τσιτσάνης θα επιβεβαίωνε και σε άλλες συνεντεύξεις του, αναφερόμενος όχι μόνο στο κόκκινο αίμα πάνω στο χιόνι αλλά και σε όλη τη μαυρίλα, τη συννεφιά με την οποία είχε ταυτίσει την εποχή της κατοχής.
Για να σε εκδικηθώ: Η ιστορία του διάσημου τραγουδιού 〉
Η... ποδοσφαιρική εκδοχή για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»
Στην Ελλάδα βέβαια, όπως ξέρουμε όλοι, ένα από τα αγαπημένα... σπορ είναι και η αμφισβήτηση των πάντων. Είναι η δημιουργία ιστοριών. Και αν αυτές συνδυάζονται με το ποδόσφαιρο, ακόμη καλύτερα. Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία όμως δεν επιβεβαιώνεται - τουλάχιστον ως προς το κίνητρο της έμπνευσης. Τι έλεγε αυτή; Ότι τους στίχους δεν τους έγραψε ο Τσιτσάνης αλλά ο Αλέκος Γκούβαρης, ο οποίος αγαπούσε πολύ την ομάδα ΑΕ Λαρίσης και εμπνεύστηκε τους στίχους έπειτα από μια βαριά ήττα της. Είναι, όμως, μια εκδοχή που ο μεγάλος Έλληνας ρεμπέτης απέρριψε από την πρώτη στιγμή.
Στην πορεία, βέβαια, αναφέρθηκε όντως στον φίλο του Αλέκο Γκούβαρη και στο γεγονός ότι υπήρξε συνεργασία για τους στίχους, ποτέ όμως δεν επιβεβαίωσε ότι αυτοί είχαν οποιαδήποτε σχέση με το ποδόσφαιρο.
Τα πιο θρυλικά νυχτερινά μαγαζιά που είχε η παλιά Αθήνα 〉
Συννεφιασμένη Κυριακή
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης - Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που 'χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Ταξίδια στην Ελλάδα
Διδυμότειχο μπλουζ: Η ιστορία του τραγουδιού του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα
Πόσο λυπάμαι: Το ωραιότερο ελληνικό βαλς που ακόμη μας ταξιδεύει
Άγαλμα – Γιάννης Πουλόπουλος: Η ιστορία του τραγουδιού και το κρυφό πρόσωπο